συνατενίζω

συνατενίζω
συνατενίζω
contueor
pres subj act 1st sg
συνατενίζω
contueor
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνατενίζω — Α [ἀτενίζω] ατενίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ατενίζω — (AM ἀτενίζω) 1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου 2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι αρχ. 1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος 2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”